- αποπληρώνω
- μετ. погашать, полностью выплачивать долг, рассчитываться сполна
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποπληρώνω — κ. πλερώνω (AM ἀποπληρώ, όω) μσν. νεοελλ. εξοφλώ οφειλή, ξεπληρώνω αρχ. 1. γεμίζω εντελώς 2. ικανοποιώ, εκτελώ 3. προσφέρω ικανοποίηση, ευχαριστώ κάποιον 4. ολοκληρώνω κάτι … Dictionary of Greek
αποπληρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, ξεπληρώνω, εξοφλώ: Δεν είναι σε θέση να αποπληρώσει τα χρέη του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)